σελαγοῖντ'

σελαγοῖντ'
σελαγοῖντο , σελαγέω
enlighten
pres opt mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σελαγώ — σελαγῶ, έω, ΝΑ εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ αρχ. 1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.) 2. παθ. σελαγοῡμαι, έομαι α) λάμπω, φέγγω β) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”